φορεστιέρα

φορεστιέρα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ελαιίδες, γνωστό παλαιότερα και ως αδελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. forestiera, από το όν. τού Γάλλου φυσικού Pierre Gaspard Forestier].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”